θεωρος

θεωρος
    θεωρός
    дор. θεᾱρός ὅ
    1) зритель, свидетель, наблюдатель
    

(πόνων τινός Aesch.; ἀκροατές θ. ἐστι Arst.)

    ὄμμασιν ὄντως θ. Plat. — непосредственный свидетель

    2) теор (государственный представитель, исполнявший поручения культового характера)
    

(θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι Dem.)

    θ. ἐκδημῶν Soph. — отправившись в качестве теора, т.е. с поручением вопросить оракул;
    λαμπὰς θ. Εἰκάδων Eur. — факел, освещающий празднества Икад

    3) (в эллинистическую эпоху) полномочный представитель государства, посол
    

(οἱ πεμπόμενοι πρὸς Ἀντίγονον ἀντὴ πρεσβευτῶν θεωροὴ λεγόμενοι Plut.)

    4) паломник, путешественник
    

(ἐξ ἄλλης χώρας Plat.)

    5) (в Мантинее и др.) «блюститель» (лицо, облеченное высшей гражданской властью) Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θεωρος" в других словарях:

  • θεωρός — envoy sent to consult an oracle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — ο θεατής, παρατηρητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωροί — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρούς — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρέ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρῷ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρόν — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεώρου — Θέωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρον — Θέωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»